- ὕποιδος
- ὕποιδ-ος, ον,A = -αλέος, Gal.11.11, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὕποιδος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύποιδος — ον, Α ὑποιδαλέος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. ὑποιδῶ] … Dictionary of Greek
ὕποιδον — ὕποιδος masc/fem acc sg ὕποιδος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)